- γλωσσοκοπώ
- (-άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, -έω)νεοελλ.1. φλυαρώ2. συκοφαντώμσν.κόβω τη γλώσσα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -κοπώ < -κοπος < κόπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
γλωσσοκοπιά — η [γλωσσοκοπώ] 1. φλυαρία 2. αυθάδεια, αθυροστομία 3. συκοφαντία … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek